- μοιχεύεται
- μοιχεύωcommit adultery withpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… … Dictionary of Greek
μοιχειανός — μοιχειανός, ή, όν (Μ) ο έκδοτος στη μοιχεία, αυτός που αρέσκεται να μοιχεύει ή να μοιχεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχεία + ανός (πρβλ. λει ανός)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek